Λεπτομέρεια από τον πίνακα Αέρα του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη, ζωγράφου που πολέμησε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ελληνοϊταλικός πόλεμος
Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου άρχισαν να γράφονται πολεμικά τραγούδια με σκοπό την εμψύχωση και διατήρηση υψηλού ηθικού και φρονήματος τόσο των στρατιωτών όσο και του άμαχου πληθυσμού που βρισκόταν στα μετόπισθεν. Στην Αθήνα άρχισαν να γράφονται και να παίζονται πολεμικές επιθεωρήσεις στο θέατρο Μοντιάλ, όπου πρωταγωνιστούσανη Σοφία Βέμπο, η Ρένα Βλαχοπούλου, και οι αδερφές Καλουτά, στο θέατρο Ρεξ,όπου πρωταγωνιστούσε η Μαρίκα Κοτοπούλη, στο θέατρο Βρετάνια, όπου πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Αυλωνίτης και αλλού. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες από αυτές τις πολεμικές επιθεωρήσεις:, Μπράβο Κολονέλλο, Πολεμικά Παναθήναια, Τσαρούχι, Πολεμικές Εικόνες, BellaGrecia, Πολεμικές Καντρίλιες, και Κορόιδο Μουσολίνι. Αρχικά η θεματολογία των τραγουδιών αυτών περιορίζονταν στις ευχές για νίκη(Εξαίρεση αποτελεί το σατιρικό τραγούδι Κορόιδο Μουσολίνι το οποίο γράφτηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940). Μετά από λίγες εβδομάδες όταν οι πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού ήταν γεγονός άρχισαν να γράφονται πολυάριθμα τραγούδια που σατίριζαν το Μπενίτο Μουσολίνι και τους Ιταλούς γενικότερα. Τα τραγούδια αυτά κυρίως βασίζονταν σε μελωδίες ήδη υπαρχόντων τραγουδιών. Στο μέτωπο διάφοροι στρατιώτες δημιουργούσαν πολεμικά τραγούδια, τα οποία κυρίως βασίζονταν σε μελωδίες υπαρχόντων τραγουδιών. Τα τραγούδια αυτά συχνά καταγράφονταν σε αυτοσχέδιες εφημερίδες (ενδεικτικά αναφέρεται η εφημερίδα Η Βράκα), οι οποίες διασκέδαζαν τους στρατιώτες. Πολεμικά τραγούδια βασισμένα σε στίχους υπαρχόντων επιτυχιών δημοσιεύονταν (σε στίχους) και σε διάφορα λαϊκά έντυπα (ενδεικτικά αναφέρεται το περιοδικό Το Ελληνικό Τραγούδι). Από το Νοέμβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941 (οπότε και οι Γερμανοί έκλεισαν το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της Columbia στην Αθήνα, στον Περισσό) ηχογραφήθηκαν πάρα πολλά πολεμικά τραγούδια τόσο από το χώρο της ελαφράς μουσικής όσο και από ρεμπέτικα και νεοδημοτικά τραγούδια. Καθώς τα πολεμικά τραγούδια από το χώρο της ελαφράς μουσικής αναμεταδίδονταν πάρα πολύ από το κρατικό ραδιόφωνο (που ήταν και μοναδικό την εποχή εκείνη) τα τραγούδια αυτά διαδόθηκαν περισσότερο σε σχέση με αντίστοιχα των υπολοίπων μουσικών ειδών. Την εποχή εκείνη στο κρατικό ραδιόφωνο δεν αναμεταδίδονταν ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς το ρεμπέτικο τραγούδι την εποχή ήταν ένα περιθωριοποιημένο μουσικό είδος. Μεταπολεμικά αναγνωρίστηκε η καλλιτεχνική αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού και αποπεριθωριοποιήθηκε. Πολεμικά τραγούδια επίσης ηχογραφήθηκαν στις Η.Π.Α. από μετανάστες ελληνικής καταγωγής που ζούσαν εκεί. Ενδεικτικά αναφέρονταν οι εξής: Βικτωρία Μαγγίδου, Φώτης Αργυρόπουλος, Δημοσθένης Ζάττας, Γιώργος Θεολογίτης – Κατσαρός και άλλοι.
Άκου Ντούτσε μου τα νέα
Αν φύγουμε στον πόλεμο
Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε την ημέρα της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου ή λίγες μέρες αργότερα (Πάπιστας, 2007:61)
Αλβανία
Όλα τα τραγούδια αυτής της δισκογραφικής δουλειάς κάνουν λόγο για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο τον οποίο ο Γιώργος Κατσαρός έζησε στην Κέρκυρα και ο Πυθαγόρας στο Αγρίνιο.
Άντε στο καλό
Το τραγούδι αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην πολεμική επιθεώρηση Τσαρούχι (Πάπιστας, 2007:847)
Άξιον Εστί
Το ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί αποτελεί ποιητική μετουσίωση της εμπειρίας του ποιητή ως στρατιώτη στο μέτωπο κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (Ελύτης, 2006).
Αρχισε ο χειμώνας.
Με το τραγούδι αυτό η Σοφία Βέμπο, γύριζε όλα τα θέατρα της Αθήνας και το τραγουδούσε, διακόπτοντας την παιζόμενη παράσταση, με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την οργάνωση "Η φανέλα του στρατιώτη". Στη δράση αυτή της Βέμπο συμμετείχαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, που την προλόγιζε και ο Μένιος Μανωλιτσάκης, που τη συνόδευε με το ακορντεόν. (Χατζηπατέρας & Φαφαλιού, 1982: 266)
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Τα τραγούδια αυτά είναι τμήμα από το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, το οποίο αποτελεί φόρο τιμής στους ανθυπολοχαγούς που υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (Ελύτης, 2006)
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του.
Ακούστηκε στην πολεμική επιθεώρηση BellaGrecia ερμηνευμένο από τη Σοφία Βέμπο (Μαμάης, 2001).
Βζωνάκι Γοργό
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε το 1913 και ακούστηκε στην επιθεώρηση Πολεμικά Παναθήναια του 1913. Ακούστηκε επίσης πάρα πολύ και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (Χατζηπατέρας & Φαφαλιού, 1982)
Χθες αργά με ψυχή φορτωμένη ήταν βράδυ εφτά και μισή πήγα Αγγλία, να δω τι απομένει απ’ τον στόλο που μ’ εβούλιαξες εσύ.
Συμφορά ήταν εκείνο που είδα να σκεφτώ ο φτωχός δεν μπορώ πως δεν μου’ στριψε αμέσως η βίδα και ο ίδιος εγώ απορώ.
Μαραμένες της δόξας μου οι … «βιόλες» και της φήμης μου τα γιασεμιά μαραμένες κι’ οι ελπίδες μου όλες δεν περίμενα τέτοια ζημιά.
Βασίζεται στη μελωδία της επιτυχίας του 1935 Μαραμένα τα γιούλια. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξστη Νέα Υόρκη στις 16 Φεβρουαρίου 1941.(Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1988: 240)
Γεια σας φανταράκια μας.
Δεν με φοβίζει ο Πόλεμος
Δυο αγάπες
Ο Κώστας Κοφινιώτης έγραψε τους στίχους τους τραγουδιού αυτού το δεύτερο πρωινό μετά την κήρυξη του πολέμου όταν η κοπέλα, με την οποία ήταν ερωτευμένος, ήρθε ξημερώματα στο σπίτι του για να μάθει αν έφυγε για το μέτωπο (Πάπιστας, 2007: 862)
Πρόζα: Με τον καημό του λιμανιού μας άφησε η Έντα παντρεύτηκε η άμοιρη κορόιδο με πατέντα.
Πιτσιρίκα μη σε μέλλει κι’ αν δεν τα περνάμε μέλι το λιμάνι που’ χες προίκα τώρα Ελληνικό το βρήκα.
Αχ! Ας όψεται ο Μπενίτο που ενόμιζε πως ήτο κεχαγιάς όλου του κόσμου πήγαμε κατά διαβόλου.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στην Έντα Μουσολίνι, κόρη του Μπενίτο Μουσολίνι και στον Γκαελάτσο Τσιάνο, σύζυγο της Έντας και Υπουργός Εξωτερικών του Μουσολίνι. Ο γάμος τους έγινε στη Ρώμη το 1930.
Βασίζεται στη μελωδία της επιτυχίας του 1935 Πιτσιρίκα. Οι στίχοι αυτοί βρέθηκαν στο σώμα του νεκρού στρατιώτη Αυγουστίνου Αγά από τη Σίφνο, που έπεσε κοντά στο Πόγραδετς. (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού. 1988: 107)
Η γαλανή μας χώρα
Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε από τη Σοφία Βέμπο την περίοδο 4 -12 Μαρτίου 1941 (Μοντέζ, 2007:101) .
Η λόγχη μας το θέλει
Θα πάρω το ντουφέκι μου
Καθόλου δεν το σκέφτηκες
Μας φέρθηκες μπαμπέσικα
Μακρυά σου
Μας χωρίζει ο πόλεμος
Ο Κώστας Κοφινιώτης έγραψε τους στίχους του τραγουδιού αυτού της δεύτερη μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου για μία κοπέλα, με την οποία ήταν ερωτευμένος την εποχή εκείνη, η οποία πήγε τα ξημερώματα σπίτι του και ρωτούσε τη μητέρα του αν πήγε στον πόλεμο. Ο Μιχάλης Σουγιούλ έγραψε τη μουσική του τραγουδιού αυτού από το φυλάκιο στο οποίο βρισκόταν. Τραγουδήθηκε από τη Σοφία Βέμπο στο θέατρο Μοντιάλ, στην οποία ο Σουγιούλ δίδαξε το τραγούδι από το τηλέφωνο με το ακορντεόν του (Πάπιστας, 2007: 850)
Με δόξα να γυρίσεις
Με θάρρος αγωνίζομαι
Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι
Μες της Κλεισούρας τα βουνά
Μνημόσυνον: Υπέρ Αναπαύσεως της Ψυχής του Ιταλικού Στόλου
Πάρε μας Χα- πάρε μας Χάρε την καρδιά φαρμακωμέ- φαρμακωμένε Χάρε Εχάσαμε το στόλο μας πάει το Νόστρα Μάρε Εχάσαμε το στόλο μας πάει το Νόστρα Μάρε
Εις τον βυθόν - εις τον βυθόν της θάλασσαςο στόλος μου - ο στόλος μου κοιμάται πάρτε στιλέτα Ιταλοί και στην κοιλιά βαράτε πάρτε στιλέτα Ιταλοί και στην κοιλιά βαράτε
Θάλασσα πι - θάλασσα πικροθάλασσα μ' έκανες ά - μ' έκανες άνω -κάτω μου πήρες τα καράβια μου και μ' έστειλες στον πάτο μου πήρες τα καράβια μου και μ' έστειλες στον πάτο
Θάλασσα απ΄ό - θάλασσα απ' όλα τα νεράκαι τα ποτά- και τα ποτάμια πίνεις και μένανε το φουκαρά ήσυχο δε μ' αφήνεις και μένανε το φουκαρά ήσυχο δε μ' αφήνεις
Το τραγούδι αυτό είναι βασισμένο στη μελωδία της Επτανησιακής καντάδας Γιαλό - Γιαλόκαι δημοσιεύτηκε στην αυτοσχέδια εφημερίδα φαντάρων Η Καραβάνα (Όργανο της Φανταρίας) (αριθμός φύλλου 2, 25 Ιανουαρίου 1941). (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού 1982: 301). Ο τίτλος του τραγουδιού είναι αυτός που υπάρχει στο πρωτότυπο.
Μουσολίνι άλλαξε γνώμη
Μπράβο Κολονέλλο.
Ακούστηκε στην επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλλο. (Σακελλάριος, 1990: 317-321)
Νίκη
Στις 20 και 25 Ιανουαρίου 1941 δόθηκαν 4 παραστάσεις στο θέατρο Μοντιάλ (μία παράσταση στις 20 Ιανουαρίου και τρεις στις 25 Ιανουαρίου) των οποίων οι εισπράξεις δόθηκαν υπέρ των τραυματιών του πολέμου και στις οποίες πρωτοπαρουσιάστηκε το τραγούδι αυτό (Μοντέζ, 2007: 100).
Ντούτσε Ντούτσε.
Ακούστηκε στην επιθεώρηση Πολεμική Επιθεώρηση στο θέατρο Μοντιάλ(η παράσταση παίχτηκε από 9 Νοεμβρίου 1940 ως 13 Ιανουαρίου 1941). Ηχογραφήθηκε από τους Σοφία Βέμπο και Νίκο Γούναρη (Μαμάης, 2001).
Ο Αγύμναστος (ο Μάρκος φαντάρος)
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που ανήκε στην κλάση του 1925, παρουσιάστηκε στο Γουδί για κατάταξη στην ηλικία των 35 ετών. Εκεί έγραψε το τραγούδι αυτό (Βέλλου – Κάιλ, 1978)
Όλα τα Ελληνόπουλα
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά.
Το τραγούδι αυτό ακούστηκε στην πολεμική επιθεώρηση Πολεμική Αθήνα. Η Βέμπο άκουσε τη Ρένα Βλαχοπούλου να τραγουδάει στη σκηνή το πολεμικό τραγούδι Πατρίδα πατρίδα του οποίου η μελωδία βασίζεται σε αυτήν του τραγουδιού Διαμάντω του Γιάννη Βέλλα. Ήξερε πως την είχε γράψει ο Μίμης Τραϊφόρος. Τον Τραϊφόρο όμως δεν τον συμπαθούσε και τον απέφευγε συστηματικά (Περί της αρχικής παρεξήγησης και ρήξης μεταξύ Σοφίας Βέμπο και Μίμη Τραϊφόρου ιδέ Μοντέζ, 2007: 75-77 και 83-85). Παρ’ όλα αυτά η επιτακτική ανάγκη να έχει και αυτή ένα παρόμοιο τραγούδι την έκανε να βάλει στην πάντα τους εγωισμούς και να τον πλησιάσει. «Κύριε Τραϊφόρε» του είπε το ίδιο βράδυ, «μου αρέσει πολύ η παρωδία σας που τραγουδά η Βλαχοπούλου. Θα μπορούσατε να μου γράψετε και μένα μία παρόμοια πάνω στο τραγούδι μου Ζεχρά;» Ο Τραϊφόρος, που τη θαύμαζε από χρόνια αλλά την έβλεπε σαν φρούριο απόρθητο, πέταξε από τη χαρά του. Το να τραγουδήσει στίχους του η Βέμπο, ήταν γι’ αυτόν η ευκαιρία της ζωής του. Χωρίς να χάσει χρόνο το ίδιο βράδυ σκάρωσε την παρωδία της Ζεχράς. Για το μεγάλο ταλέντο του ήταν κάτι το πολύ απλό. Της την έδωσε γραμμένη και η Σοφία, μόλις την διάβασε, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που αυθόρμητα του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Το μεγάλο του ταλέντο και η ταχύτητα με την οποία της είχε γράψει αυτό το τραγούδι την έκαναν να νιώσει ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά της. Θαύμαζε τους ανθρώπους που έγραφαν ωραίους στίχους, γιατί έδινε μεγαλύτερη σημασία στο στίχο απ’ ότι στη μουσική ενός τραγουδιού. Διαφώνησε μόνο για την τελευταία στροφή που έλεγε: «Αν δεν βγείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ» κάτι αντίστοιχο του Σπαρτιάτικου «ή ταν ή επί τας» δηλαδή. Ο Τραϊφόρος, χωρίς να φέρει αντίρρηση, το πήρε και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το επέστρεψε διορθωμένο «Με της νίκης τα κλαδιά σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία, στη βραδυνή παράσταση, το τραγούδησε από το χαρτί και έγινε αλαλαγμός στην πλατεία από συγκίνηση. Την επόμενηκιόλας μέρα το γραμμοφώνησε. (Μάμαης, 2001 και Μοντέζ, 2007:94-97) Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Μίμη Τραϊφόρου: «.. Με τη Σοφία Βέμπο δεν τα πηγαίναμε καλά από κάποια παρεξήγηση μεταξύ μας και είμασταν τσακωμένοι, μέχρι την ημέρα που βρεθήκαμε ένα βράδυ στα παρασκήνια του Μοντιάλ [θέατρο της εποχής εκείνης] κατά τη διάρκεια μίας βραδιάς για ψυχαγωγία τραυματιών του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940/41. Η Σοφία ήταν στην αρχή κρύα μαζί μου και δεν μου μιλούσε. Κάποια στιγμή όμως μετά την πρώτη της εμφάνιση, με πλησίασε απότομα και μου είπε: «Μπορείς να γράψεις ένα πολεμικό τραγούδι;». Της απάντησα: «Πρώτη φορά οι Θεοί ζητούν χάρες από κοινούς θνητούς». «Ξέρεις, λέει η Βέμπο, τη Ζεχρά που τραγουδάω. Κάτι τέτοιο θέλω, τέτοιο στυλ, αλλά πολεμικό». Και έφυγε για να αλλάξει τουαλέτα! Μουρμουρίζοντας τη Ζεχρά προσπαθούσα να φορμάρω ένα τραγούδι μέσα μου. Πλησιάζω τον Σουγιούλ σιγοτραγουδώντας και του λέω «Ζεχρά, Ζεχρά, παίξε στο πιάνο… Κάτι μου έρχεται… Ζεχρά, Ζεχρά, Παιδιά… της Ελλάδας παιδιά». Σιγά – σιγά το εμβατήριο πήρε φόρμα, κι’ έτσι έγινε το περίφημο τραγούδι. Τρέχω στη Σοφία, το ακούει και μου λέει «Έλα να σε φιλήσω». Της απαντώ: «Φίλα με μέχρι τη συντέλεια του κόσμου». Από τότε συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον, αγαπηθήκαμε και συνεργαστήκαμε. Αργότερα παντρευτήκαμε…» (Χατζηπατέρας & Φαφαλιού, 1982: 264 - 265).
Παναγιά.
Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε από τη Σοφία Βέμπο την περίοδο 4-12 Μαρτίου 1941 (Μοντέζ, 2007:101). Σήμερα υπάρχει ηχογράφηση του τραγουδιού αυτού μόνο με την Κάκια Μένδρη.
Πατρίδα πατρίδα.
Το
τραγούδι αυτό ερμηνεύτηκε από τη νεαρή τότε τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου στην
επιθεώρηση Πολεμική Επιθεώρηση, η
οποία ανέβηκε στο θέατρο Μοντιάλ στην
Αθήνα από τις 9 Νοεμβρίου 1940 ως 13 Ιανουαρίου 1941. Ενώ το τραγούδι αυτό
πρωτοπαρουσιάστηκε από τη Ρένα Βλαχοπούλου, ηχογραφήθηκε από τη Σοφία Βέμπο την
περίοδο 4-12 Μαρτίου 1941 (Μοντέζ, 2007: 101)
Πέντε Έλληνες στον Άδη
Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Κώστα Μάνεση, με
αφορμή ένα περιστατικό που έγινε τον Ιανουάριο του 1941 στο βουνό Τόμορι της
Αλβανίας. Η ιταλική επίθεση με όλμους στο φυλάκιο που πολεμούσε ο Μάνεσης ως
δεκανέας προκάλεσε ακαριαίο θάνατο πέντε συμπολεμιστών του. Ο ίδιος ο Μάνεσης σώθηκε
με σοβαρά τραύματα στα πόδια. Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε το 1946, με την
επαναλειτουργία της δισκογραφικής εταιρίας Columbia στην
Ελλάδα (Λιάβας, 2009: 297).
Πολεμικά Κάλαντα Χριστουγέννων
Καλήν ημέραν άρχοντες, σαν ει- σαν είναι ορισμός σας Χριστού την θεία γέννηση, ναμπω- να μπω στ΄ αρχοντικό σας Χριστός γεννάται σήμερον ενΒη- εν Βηθλεέμ τη πόλει Κι’ οι Ιταλοί στη θάλασσα πάνε- πάνε να πέσουν όλοι Εν τω σπηλαίω τίκτεται ενφα- εν φάτνη των αλόγων ο βασιλεύς των ουρανών πουθα- ζητήσει λόγον του Μουσολίνι του σκληρού καιτου- και του γαμπρού του Τσιάνο π’ αμάχους βομβαρδίζουνε από- από τα’ αεροπλάνο πλήθος αγγέλων ψάλλουσι τοδο- το δόξα εν υψίστοις και κάνει θαύματα παντού ητου- η του στρατού μας πίστις Εκ της Ηπείρου προχωρούν μ’ορμή- μ’ ορμή μεγάλη τώρα στους σκλαβωμένους φέροντες τηςλε- της λευθεριάς τα δώρα άστρο λαμπρό τους οδηγεί ηΜε- η Μεγαλόχαρή μας κι’ όλοι οι Άγιοι βοηθούν ειςτην- εις την προέλασή μας νικούμε εις τον Μόραβα στοΠο- στο Πογραδέτς και πέρα και παίρνουμε των Ιταλών πάντο- πάντοτε τον αέρα Μπαίνουμε εις την Κορυτσά, Κονί- Κονίσπολη[1] κι’ Ερσέκα[2] και αιχμαλώτους πιάνουμε χιλιά- χιλιάδες κάπου δέκα φτάνουμε στ’ Αργυρόκαστρο καιό- και όλο προχωρούμε και τους εχθρούς συντρίβουμε όπου- όπου κι’ αν τους ευρούμε τις νίκες μας μαθαίνοντας σκυλιά- σκυλιάζει ο Μουσολίνι και πιο θηριωδέστερος κι’απ’τον- κι’ απ’ τον Ηρώδη γίνει ταράσσεται σπαράσσεται δενξε- δεν ξέρει τι να κάνει διότι βλέπει και αρχή καιδο- και δόξα πια να χάνει φωνάζει ευθύς τους στρατηγούς καιτα- και τα επιτελεία και τους ρωτά πως θα σωθεί αυτός- αυτός κι η Ιταλία κι’ εκείνοι του απάντησαν πωςτου- πως του Θεού η χάρη το γράφει τα βρεγμένα του πωςπρε- πως πρέπει πια να πάρει τα άδικα που έκανε εδώ- εδώ θα πληρωθούνε κι’ αυτός κι όλο το γένος του θενα- θε να ξεκληριστούνε αστράφτει τότε απ’ οργή κι’αμέ- κι’ αμέσως διατάζει το δήμιό του και ευθύς τρειςστρα- τρεις στρατηγούς του σφάζει παύει ναυάρχους στρατηγούς καινέ- και νέους διορίζει και κάθε του αντίθετο αμέ- αμέσως αφανίζει παρ’ όλ’ αυτά τα μέτρα του ηΠα- η Παναγιά μας πάλι που της εβεβηλώσανε τηςΤη- της Τήνου τα’ ακρογιάλι σε ησυχία ούτε μια στιγμή- στιγμή δεν τους αφήνει και τον στρατό συντρίβουμε παντού- παντού του Μουσολίνι Με του Θεού τη δύναμη πουση- που σήμερα γεννάται και νέες νίκες του στρατού πρέπει- πρέπει να προσδοκάτε κι’ η Θεοτόκος η γλυκιά πουμας- που μας βοηθάει πάντα θα δώσει πιο ευχάριστα ναέ- να έχουμε συμβάντα γι’ αυτό ας γονατίσουμε μπροςτης- μπρος της μ’ ευγνωμοσύνη για να μας δώσει γρήγορα καιτη- και τη γλυκιά ειρήνη κι’ έτσι με το μεγάλο μας γενναί- γενναίο βασιλέα και με τον κυβερνήτη μας τονέ- το νέο Περικλέα αφού θα περατώσουμε τονι- τον ιερό αγώνα νέο τρανού πολιτισμού ν’αρχί- ν’ αρχίσουμε αιώνα και η Ελλάς που έδειξε στονκό- στον κόσμο πως τα φώτα άσβεστα του πολιτισμού εκρά- εκράτησε σαν πρώτα ένδοξη τώρα θαυμαστή, κι’ακό- κι’ ακόμα πιο μεγάλη υπόδειγμα ηρωισμού στηνπλά- στην πλάση να προβάλλει
Και εις έτη πολλά!
Βασίζεται στη μελωδία των Πανελληνίων Καλάντων Χριστουγέννων (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1982:145)
Πολεμικά κάλαντα Χριστουγέννων που τραγουδούσαν κοπέλες του χωριού Πατσίδες Κρήτης για τον έρανο του στρατιώτη.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ
τη πόλει οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η Ελλάδα
όλη. Στην Αλβανία μάχονται του έθνους τα
βλαστάρια τσ’ Ελλάδας όλα τα παιδιά σαν τίγρεις
σαν λιοντάρια. Σαν αστραπή τα βόλια τους βουνά
κορμιά σωριάζουν κι’ όπου στραφούν οι λόγχες τους
φωτιές και φλόγες βγάζουν. Γιατί έχουν σκέπη το Θεό, την πίστη
προστασία και τα’ οδηγεί στο δρόμο τους της
Τήνου η Παναγία. Έχουν σκεπή τον Ουρανό κρεβάτι τα
πουρνάρια τα χιόνια έχουν στρώμα τους
προσκέφαλο λιθάρια. Δώστε καθείς ό,τι μπορεί για τ’ άξια
παλικάρια να ζεσταθούνε τα κορμιά που μάχονται
ως λιοντάρια. Δώστε κουβέρτες μάλλινες φανέλες να
ντυθούνε μάλλινες κάλτσες άφθονες γάντια να
ζεσταθούνε. Ανοίξατε τα χέρια σας φτωχοί και
πλούσιοι όλοι γι’ αυτούς που έχουνε τροφή το κρύο
και το βόλι.
Και εις έτη πολλά!
Βασίζεται στη μελωδία των Κρητικών καλάντων Χριστουγέννων. Υπάρχουν στο λαογραφικό αρχείο Αρχάνων Κρήτης (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1988: 67).
Πολεμικά κάλαντα του Ελληνικού Συντάγματος στα Αλβανικά βουνά
Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά δόξα στα όπλα μας παιδιά κι’ αρχή- κι’ αρχή καλός μας χρόνος χαίρεται- χαίρεται ο κόσμος όλος.
Παντού ανάβει η φωτιά στης Αλβανίας τα βουνά κι’ εμείς- κι’ εμείς αδελφωμένοι πολεμού- πολεμούμε τιμημένοι.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός και εβοήθησε κι’ αυτός στη γη- στη γη να περπατήσει και το Ντού- και τον Ντούτσε να συντρίψει.
Ευχόμαστε στον διοικητή χρόνια πολλά να ζήσει και στρατηγός στα Τίρανα να μας οδοιπορήσει! Και εις έτη πολλά!
Βασίζεται στη μελωδία των πανελληνίων καλάντων πρωτοχρονιάς. Δημοσιεύτηκε στην αυτοσχέδια εφημερίδα του μετώπου Η Βράκα, την οποία εξέδιδε (στο μέτωπο) ο Κρητικός Άγγελος Σαράντος, δουλεύοντας τις νύχτες μόνο με μία λάμπα πετρελαίου (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1982: 149 και Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1988: 67)
Πολεμικές Κρητικές Μαντινάδες
Του Μουσολίνι η κεφαλή, κατέβασε μια
μέρα
πως την Ελλάδα στη σκλαβιά θα βάλει
πέρα ως πέρα.
Διάλε την κουκουνάρα σου, Μπενίτο
Μουσολίνι
και δεν εσυλλογίστηκες στο τέλος τι
θα γίνει.
Μπέμπει τσι Φτερουγάτους του, μπέμπει
τους Μπερσαλλιέρους
να κατεβούν στο Καλαμά μια Κυριακή
Ταϋτέ μου.
Έπεμψε τσι Κενταύρους του, στην Πίνδο
να ριχτούνε
και κει’ οι μαυροέρημοι γλακούνε να
χωστούνε.
Όντας τον εγιουργάρανε, τσολιάδες και
φαντάροι
σαν τσοι λαγούς γλακούσανε και τρέμαν
σαν το ψάρι.
Αέρα οι φαντάροι μας, φουσκωτόν οι
τσολιάδες
επιάσανέ τσοι σαν τα’ αρνιά αιχμάλωτους
χιλιάδες.
Να’ χουν οι νιοι στη Ρούμελης, τσ’
Ηπειροθεσσαλίας
τση Θράκης μας και του Μωριά και τση
Μακεδονίας.
Εφτιάξανε κι’ οι Κρητικοί, οι
καστροπολεμάρχοι
τση Τρεμπεσίνης τα βουνά δίδουν την
πρώτη μάχη.
Ετότε ας ελόγιασε, ο μαστροκαβαλλέρο
«μα το Μεγαλοδύναμο δεν θα τα
καταφέρω».
Μηνατ’ ο Ντούτσε βάσταξε, κι’ η
άνοιξη κοντεύει
Ντούτσε μ’ ο Ελληνικός στρατός κακό
σου μαγειρεύει.
Όντε θα ν’ άρθη η άνοιξη, Ντούτσε
γεβεντισμένε
Μπεράτ’ Αυλώνας, Ελμπασάν Ελληνικά θα
νέναι.
Έτσι που την κατάντησες, Ντούτσε την
Ιταλία
μοιάζει με το γραμμάτιο που λήγει η
προθεσμία.
Οι
μαντινάδες αυτές βρίσκονται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χατζηπατέρας και
Φαφαλιού, 1988: 80).
Δυστυχισμένε Μουσολιό, ίντα 'τανε
γραφτό σου
το νέο έτος να σκορπάς όλο το θησαυρό
σου.
Ρωμαϊκή ηθέλησες, να γίνει η Ιταλία
και με την πράξη σου αυτή την έκανες
γελοία.
Μα όλες τις ελπίδες σου, τις είχες
εις τον Τσιάνο
κι' ο ίδιος τον εξόρισες στο Τόκυο
επάνω.
Ο Αλβανικός ο αετός, που είχε στο
κεφάλι
τον έκανε το δυστυχή να τον επιάσει
ζάλη.
Ντούτσε μεγάλε αρχηγέ, έλα στα λογικά
σου
φύγε το γρηγορότερο να σώσεις τα
παιδιά σου.
Όλα τα Κρητικόπουλα, ήρθανε με
λαχτάρα για να σε δούνε Μουσολιό να φας κι'
άλλη σφαλιάρα.
Ντούτσε μεγάλε αρχηγέ, ίντα ' τανε
γραφτό σου κι' ο Αλβανικός ο πόλεμος να είν' ο
θάνατός σου.
Οι
μαντινάδες αυτές δημοσιεύτηκαν στην αυτοσχέδια εφημερίδα του μετώπου Η Βράκα, την οποία εξέδιδε (στο μέτωπο)
ο Κρητικός Άγγελος Σαράντος, δουλεύοντας τις νύχτες μόνο με μία λάμπα
πετρελαίου (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1982: 149).
Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι.
Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι)
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Γιώργος Οικονομίδης βρέθηκε να υπηρετεί την θητεία του ως δεκανέας, αλλά και να βρίσκεται για κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρημένος και κρατούμενος στο πειθαρχείο του Φρουραρχείου Αθηνών. Μέσα εκεί έφτασε ο αντίλαλος των λαϊκών εκδηλώσεων του Αθηναϊκού λαού, με τις οποίες υποδέχτηκε τον πόλεμο.
Κάτω από την επίδραση αυτής της ατμόσφαιρας, ο Γιώργος Οικονομίδης, πήρε και έγραψε πίσω από το πακέτο των τσιγάρων του επάνω στο σκοπό του τότε πασίγνωστου τραγουδιού ΜικρήΧωριατοπούλα (το οποίο ήταν μετάφραση της τότε δημοφιλέστατης καντσονέτας ReginellaCampagnola) το τραγούδι Στη Ρώμη (Κορόιδο Μουσολίνι).
Μόλις το έφτιαξε, το έδειξε στον δεσμοφύλακα, και αυτός ενθουσιάστηκε τόσο που τον έδιωξε αμέσως από το πειθαρχείο.
Την ίδια ώρα το τραγούδι αυτό δόθηκε στην Εθνική Οργάνωση της Νεολαίας και το πρώτο βράδυ του πολέμου, οι φάλαγγες της Νεολαίας το τραγουδούσαν στους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας. Σε λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή και δεν άργησε να τραγουδιέται από όλο τον λαό και το στρατό.
Όταν γράφτηκε το τραγούδι Στη ΡώμηΚορόιδο Μουσολίνι, ο ίδιος ο Μουσολίνι απαγόρευσε το τραγούδι CampagnolaBella, στη μελωδία του οποίου βασίζεται το συγκεκριμένο τραγούδι. (Προφορική μαρτυρία του Γιώργου Οικονομίδη που υπάρχει στο Χατζηπατέρας και Φαφαλιού, 1982: 263).
Στης Αλβανίας τα βουνά.
Στον πόλεμο αν πάω
Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός.
Ακούστηκε στην πολεμική επιθεώρηση BellaGrecia ερμηνευμένο από τη Σοφία Βέμπο (Μαμάης, 2001).
Στον ύπνο σου την έβλεπες
Συνταγματάρχης Μ. Φριζής.
Το τραγούδι αυτό κάνει λόγο για τον ελληνο -
εβραίο συνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή, ο οποίος πολέμησε στον ελληνοϊταλικό
πόλεμο και έχασε τη ζωή του στις 5 Δεκεμβρίου 1940 κατά τη διάρκεια μάχης
(Ζωγραφάκης, 1977)
Την πη- μωρέ την πήραμε την Κορυτσά, την πήραμε την Κορυτσά, Ιβάν και τόσα
άλλα, Ιβάν και τόσα άλλα.
Σε ρι- μωρέ σε ρίξαν Ντούτσε οι έννοιες σου σε ρίξαν Ντούτσε οι έννοιες σου σε
βάσανα μεγάλα, σε βάσανα μεγάλα
Την πη- μωρέ την πήραμε την Κορυτσά την πήραμε την Κορυτσά μάτια πολλά το
λένε, μάτια πολλά το λένε. Μάτια- μωρέ
μάτια πολλά το λένε μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και
κλαίνε, όπου γελούν και κλαίνε.
Βασίζεται
στη μελωδία του παραδοσιακού τραγουδιού Τα
πήραμε τα Γιάννενα. (Χατζηπατέρας
και Φαφαλιού, 1982: 118).
Τιριτόμπα
Μουσική: JosephSchmidtΣτίχοι: Δημήτρης Γιαννουκάκης. Βασίζεται
στη μελωδία της επιτυχίας του 1934 Τιριτόμπα.
Ακούστηκε στην επιθεώρηση Πολεμικά
Παναθήναια
Στης Νεάπολης σαν βγαίνουν τα σοκάκια βλέπουν αεροπλανάκια κι’ απ’ το φόβο τους φουσκώνουν τα
μπατζάκια και φωνάζουν δυνατά:
Τιριτόμπα! Να μια μπόμπα… Τιριτόμπα! Να μια μπόμπα Ελληνική Τιριτόμπα! Που είναι η σόμπα να στεγνώσω το βρακί.
Το κόλπο σου δεν έπιασε.
Το μυστικό μιας σκλάβας.
Το όνειρο του Μπενίτο.
Το ΟΧΙ του ’40
Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι (συντροφιά έχω τη λόγχη)
Τραγούδι που βασίζεται στη μελωδία της επιτυχίας του 1932 Το γελεκάκι
Μουσική: Σπύρος Ολλανδέζος Στίχοι: Σώτος Πετράς
Το σωβρακάκι που φορείς Το πολυδοξασμένο Ο φόβος το κατάντησε Να είναι λερωμένο
Φρόντισε μικρό μου Ντούτσε μου … μωρό μου Να μην το … ξαναλερώσεις άλλο πια Φτάνει μάνι – μάνι Ν’ αμολάς μελάνι Όπως αμολάει το μελάνι η σουπιά
Δεν φταίει άλλος Ντούτσε μου Για το φριχτό σου χάλι Φαίνεται χρόνια σ’ έτρωγε Το δόλιο σου κεφάλι
Φρόντισε μικρό μου Ντούτσε μου … μωρό μου Να μην το … ξαναλερώσεις άλλο πια Φτάνει μάνι – μάνι Ν’ αμολάς μελάνι Όπως αμολάει το μελάνι η σουπιά
Σε πήρε ο ύπνος κι’ έγυρες στης Κορυτσάς τα όρη και ήρθαν και σε ξύπνησαν οι φουστανελλοφόροι.
Φρόντισε μικρό μου Ντούτσε μου … μωρό μου Να μην το … ξαναλερώσεις άλλο πια Φτάνει μάνι – μάνι Ν’ αμολάς μελάνι Όπως αμολάει το μελάνι η σουπιά
Κι’ οι δόλοι σου οι Κένταυροι βρήκαν σκληρά εμπόδια κι’ απ’ τα καπέλα τα φτερά τα βάλανε στα πόδια
Φρόντισε μικρό μου Ντούτσε μου … μωρό μου Να μην το … ξαναλερώσεις άλλο πια Φτάνει μάνι – μάνι Ν’ αμολάς μελάνι Όπως αμολάει το μελάνι η σουπιά
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Νίκη.
Τραγούδι βασισμένο στη μελωδία στους Επτανησιακής καντάδας Γιαλό – Γιαλό
Πολλά νέα- πολλά νέα φαντάροι μου σ’ αυτό το φύ- σ’ αυτό το φύλλο φέρω νέο φρούτο ξεφύτρωσε τον λένε Καμπαλλέρο νέο φρούτο ξεφύτρωσε τον λένε Καμπαλλέρο.
Κι στους τη δό- κι’ στους τη δόξα ζήλεψε τόσων και στους- τόσων και τόσων άλλων στους Ιταλίας στρατηγών ένδοξων και μεγάλων στους Ιταλίας στρατηγών ένδοξων και μεγάλων
Κι’ αμέσως τα- κι’ αμέσως τα ειρηνικά τα έργα πα- τα έργα παρατάει και μια και δυο σηκώνεται και στο Μπενίτο πάει και μια και δυο σηκώνεται και στο Μπενίτο πάει
Για σένα λέ- για σένα λέει παρατώστους γιαλαντζή- στους γιαλαντζή ντολμάδες και στους σαρδέλες που’ φτιαχνα για στους μακαρονάδες και στους σαρδέλες που’ φτιαχνα για στους μακαρονάδες.
Κι ήρθα γεμά- κι’ ήρθα γεμάτος δύναμηκαι σπάθα τρο- και σπάθα τροχισμένη και να’ ξερες βρε φουκαρά το τι σε περιμένει και να’ ξερες βρε φουκαρά το τι σε περιμένει
Κι’ στους του λέ- κι’ στους του λέει «Πρόσεξετην ευκαιρί- την ευκαιρία μη χάσεις τράβα κι’ εσύ στους λιάπηδες λιγάκι να ξεσκάσεις τράβα κι’ εσύ στους λιάπηδες λιγάκι να ξεσκάσεις
Τράβα να πά- τράβα να πάρεις και εσύ λιγάκι τον-λιγάκι τον αέρα Ώσπου να έρθει η κακή και η ψυχρή σου ημέρα Ώσπου να έρθει η κακή και η ψυχρή σου ημέρα
Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα στην αυτοσχέδια εφημερίδα φαντάρων Η Καραβάνα (Όργανο της Φανταρίας) (αριθμός φύλλου 2, 25 Ιανουαρίου 1941). (Χατζηπατέρας και Φαφαλιού 1982: 131).
Τραγούδια βασισμένα στη μελωδία του τραγουδιού Κοκοράκι
Μουσική: Ζοζέφ
Κορίνθιος Στίχοι: Αγνώστου
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι Θα σου αγοράσω του Ντούτσε το τομάρι Ο Μουσολίνι γκαρ γκαρ γκαρ Ο κόμης Τσιάνος νιαρ νιαρ νιαρ Και ο Γκρατσιάνι κουί κουί κουί Να σε ξυπνάνε κάθε πρωί.
Αν πείτε για τον Ντούτσε δεν τρομάζει Μονάχα που συχνά πυκνά αλλάζει Ο τσολιάς του λέει «Ορέ» Φρατελίνε πονηρέ Εσένα και του Τσιάνο του ζαβού Στη Ρώμη δίνω ραντεβού.
Συναγερμό σαν παίζει η σειρήνα Στα καταφύγια περνούμε όλοι φίνα Οι κιθάρες γκραν γκραν γκραν Τα μαντολίνα γλιν γλιν γλιν Πέφτουν οι βόμβες μέσα στο νερό Και τον κακό του τον καιρό.
Βασίζεται στη
μελωδία της επιτυχίας του 1939 Στο παζάρι
/ Κοκοράκι. Οι στίχοι αυτοί
δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Η Νίκη (φύλλο της 25ης
Ιανουαρίου 1941).
Είναι γνωστό των Ιταλών το θάρρος που ρίχνουν βόμβες με ποικίλο βάρος που ρίχνουν βόμβες ρία-ρία-ρό και κάνουν τρύπες στο νερό.
Είναι γνωστό κι’ από τις εφημερίδες πως βομβαρδίζουν γόπες και μαρίδες γι’ αυτό σε κάθε τους επιδρομή και των ψαριών πέφτει η τιμή.
Και σ’ όλες τις επιδρομές εκείνες μόνο γι’ αυτό φωνάζουν οι μαρίδες γιατί οι αδελφές τους ρία-ρία-ρό σκοτώνονται μες το νερό.
Βασίζεται στη
μελωδία της επιτυχίας του 1939 Στο παζάρι
/ Κοκοράκι. Ακούστηκε στην επιθεώρηση Μπράβο
Κολονέλλο.
Τρία παλούκια
Μουσική: Παραδοσιακό. Στίχοι: Αλέκος Σακελάριος και Δημήτρης Ευαγγελίδης.
Τρία παλού- τρία παλούκια θέλησες να πας και να πηδήσεις Μπενίτο μου καλέ να πας και να πηδήσεις Μπενίτο μου καλέ.
Για πρώτο τους- για πρώτο τους Αβησσυνούς επήγες να νικήσεις Μπενίτο μου καλέ επήγες να νικήσεις Μπενίτο μου καλέ.
Για δεύτερο- για δεύτερο τους Αλβανούς κι’ αυτό καλό σου βγήκε Μπενίτο μου καλέ κι’ αυτό καλό σου βγήκε Μπενίτο μου καλέ.
Το τρίτο το- το τρίτο το παλούκι σου στο μάτι αυτό σου μπήκε Μπενίτο μου καλέ στο μάτι αυτό σου μπήκε Μπενίτο μου καλέ.
Βασίζεται στη μελωδία του παραδοσιακού τραγουδιού Τρία παιδιά Βολιώτικα. Ακούστηκε στην επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλλο
Ψηλά στ’ Αλβανικά βουνά
Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι απάτητα)
Ψηλά στο Τεπελένι
Φεύγω Λενιώ.
Το τραγούδι αυτό, παρά το γεγονός ότι κυκλοφόρησε το 1948, δεν γνωρίζουμε αν γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου (και δεν ηχογραφήθηκε για κάποιους λόγους) ή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (Πάπιστας 2007: 768)